ξομπλιάζω

ξομπλιάζω
μετ.
1) вышивать, расшивать узором; 2) перен. сплетничать, злословить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξομπλιάζω" в других словарях:

  • ξομπλιάζω — [ξόμπλι] 1. σκέπτομαι εντονότερα, μελετώ, σχεδιάζω 2. κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ με προσοχή («θωρώντας, πως η κόρη / τον ασπροφόρο ξόμπλιαζε, κι εκείνο πάντα θώρει», Ερωτόκρ.) 3. σχεδιάζω ποικίλματα 4. διακοσμώ, στολίζω κάτι με ξόμπλια 5. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αξόμπλιαστος — η, ο [ξομπλιάζω] 1. αυτός που δεν τον διακόσμησαν, ακέντητος 2. μτφ. όποιος δεν κακολογήθηκε, δεν κουτσομπολεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • ζαφειροξομπλιασμένος — ζαφειροξομπλιασμένος, η, ο (Μ) στολισμένος με ζαφείρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάφειρος + ξομπλιασμένος (< ξομπλιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξομπλιάστρα — η 1. κεντήστρα, διακοσμήτρια 2. μτφ. κουτσομπόλα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξομπλιάζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κεντήσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξομπλιαστός — ή, ό [ξομπλιάζω] 1. στολισμένος με ποικίλματα, διακοσμημένος, κεντημένος με ξόμπλια 2. μτφ. αυτός που έχει συκοφαντηθεί, που έχει κακολογηθεί …   Dictionary of Greek

  • ξόμπλιασμα — το [ξομπλιάζω] 1. το στόλισμα με ποικίλματα, με κεντήματα 2. συν. στον πληθ. τα ξομπλιάσματα συκοφαντίες που λέγονται εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξόμπλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω, διακόσμηση, στόλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»